- ὕλιμος
- ὕ̱λιμος , ὕλιμοςof the forestmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ύλιμος — ον, Α ο σχετικός με το δάσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + κατάλ. ιμος (πρβλ. πένθ ιμος)] … Dictionary of Greek
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
ὑλίμωι — ὑ̱λίμῳ , ὕλιμος of the forest masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλίμῳ — ὑ̱λίμῳ , ὕλιμος of the forest masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)